ατροπος

ατροπος
    ἄτροπος
    ἄ-τροπος
    2
    1) необратимый, безвозвратный
    

(τὰ παρελθόντα Arst.)

    2) беспробудный
    

(ὕπνος Theocr.)

    3) непреклонный, неумолимый
    

(Ἅιδης Anth.)

    4) неподобающий, некстати сказанный
    

(ἔπεα Pind.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ατροπος" в других словарях:

  • Ἄτροπος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄτροπος — not to be turned masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άτροπος — I Μια από τις τρεις Μοίρες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. II (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 8 Μαρτίου 1888. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,7 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη… …   Dictionary of Greek

  • ἀτρόπως — ἄτροπος not to be turned adverbial ἄτροπος not to be turned masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄτροπον — ἄτροπος not to be turned masc/fem acc sg ἄτροπος not to be turned neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀτρόποις — Ἄτροπος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτρόποις — ἄτροπος not to be turned masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀτρόποισι — Ἄτροπος masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτρόποισι — ἄτροπος not to be turned masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀτρόπου — Ἄτροπος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτρόπου — ἄτροπος not to be turned masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»